- χερμάδων
- χερμάςlarge pebblefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επομβρία — ἐπομβρία, ἡ (Α) 1. αφθονία βροχής 2. περίοδος με άφθονες βροχές 3. φρ. «χερμάδων ἐπομβρία» βροχή από πέτρες … Dictionary of Greek